Το 251 μ.Χ. γεννήθηκε στην Αίγυπτο ο Άγιος Αντώνιος ο Ερημίτης. Καταγόταν από ένα μικρό χωριό, την Κόμα, που βρισκόταν ανατολικά της όχθης του ποταμού Νείλου, στη Νότια Μέμφιδα.
Οι γονείς του ήσαν ευσεβείς χριστιανοί και πολύ πλούσιοι. Μπορούσαν να δώσουν μεγάλη μόρφωση στον Αντώνιο, αλλά τους φόβιζε το κλίμα της εποχής τους, που ήταν ειδωλολατρικό. Έτσι προτίμησαν να τον αφήσουν αγράμματο. Και όμως ο Θεός τον ανάδειξε Μέγα Άγιο της χριστιανοσύνης.
Όταν πέθαναν οι γονείς του ακολούθησε το δρόμο του μοναχισμού μαζί με την αδελφή του. Πούλησε όλη του την περιουσία και την έδωσε στους φτωχούς. Αμέσως αρχίζει τον αγώνα για την άσκηση. Βρίσκει ένα γέροντα ασκητή, ο οποίος ανάλαβε να τον καθοδηγήσει στην αρετή. Προσεύχεται, ξενυχτά και τρώγει ελάχιστα …
Ο διάβολος αρχίζει να πειράζει τον άγιο από τις πρώτες μέρες του ασκητικού του βίου. Αυτός παρακαλεί το Θεό να του δώσει δύναμη να αντέξει. Δεν τρώγει καθόλου, κοιμάται πάνω σε μια ψάθα ή και εντελώς κάτω στο χώμα. Για περισσότερη άσκηση μένει τώρα μέσα σε έναν τάφο και προσεύχεται συνεχώς. Οι δαίμονες του παρουσιάζονται με μορφές ερπετών και θηρίων. Μουγκρίζουν και σφυρίζουν, τρίζουν τα δόντια τους και πετούν δηλητήριο. Εκείνος γεμάτος θάρρος αντιστέκεται και δοξάζει το Θεό.
Το 285 μ.Χ. πηγαίνει στην έρημο μόνος και κατασκηνώνει στα παλιά ερείπια του φρουρίου που υπήρχε εκεί, χωρίς να τον φοβίζουν τα άγρια ζώα και τα ερπετά. Είκοσι χρόνια έζησε ο άγιος μέσα στη στέρηση και στην άσκηση, χωρίς να λυγίσει ούτε μια στιγμή, παρόλο τον πόλεμο που είχε καθημερινά με το διάβολο. Το όνομά του έγινε ξακουστό και άρχισαν να τον επισκέπτονται πολλοί για να πάρουν την ευλογία του.
Το 311 μ.Χ. , επί βασιλείας του Μαξιμιανού, ξεσπά άγριος διωγμός εναντίον των χριστιανών της Αιγύπτου. Ο Άγιος Αντώνιος αφήνει την έρημο και έρχεται στη Αλεξάνδρεια για να βοηθήσει τους χριστιανούς στις δύσκολες αυτές στιγμές. Μετά το διωγμό επέστρεψε πάλι στην έρημο. Στην Αλεξάνδρεια συνάντησε τον Πατριάρχη Μέγα Αθανάσιο. Το 338 μ.Χ. ξαναπήγε κοντά στους Χριστιανούς που τους σύγχυζαν οι αιρετικοί Αρειανοί παραποιώντας την πίστη στον Τριαδικό Θεό.
Κρατούσε ένα ψηλό καλάμι, πάνω στην άκρη του έδεσε ένα κουδούνι, όταν τον έπαιρνε ο ύπνος, με την παραμικρή κίνηση που έκανε χτυπούσε το κουδούνι, ξυπνούσε και ξανάρχιζε την προσευχή. Πέθανε στην ηλικία των 105 χρόνων. Ονομάστηκε «Μέγας» για την αγιότητα της ζωής του και τη συμβολή του στην ίδρυση και την στερέωση του Μ ο ν α χ ι σ μ ο ύ.