Οι τιμές των ακινήτων με βάση το 2013 δεν είναι πραγματικές τιμές αλλά αντικειμενικές αξίες, οι οποίες χρησιμοποιούνται για διάφορες φορολογίες που έχουν ως βάση την ακίνητη ιδιοκτησία από τους δήμους και τις κοινότητες, τα Συμβούλια Αποχετεύσεως κλπ. Οι αντικειμενικές αξίες είναι δεν είναι κατ’ ανάγκην ίσες με τις πραγματικές, διότι οι πραγματικές τιμές αλλάζουν κάθε χρόνο, ενώ οι αντικειμενικές μπορεί να ισχύουν για μερικά χρόνια.
Οι αντικειμενικές τιμές είναι ένα εργαλείο το οποίο χρησιμοποιείτε για σκοπούς φορολόγησης της ακίνητης ιδιοκτησίας σε όλα τα σύγχρονα κράτη. Κάθε μερικά χρόνια, οι αντικειμενικές αξίες αναθεωρούνται για να αντικατοπτρίζουν καλύτερα τα δεδομένα της αγοράς. Για παράδειγμα, οι τιμές σε μια συγκεκριμένη περιοχή να αυξηθούν για διάφορους λόγους ενώ σε άλλες περιοχές οι τιμές μπορεί να παραμείνουν στάσιμες. Είναι θεωρώ πιο δίκαιο, οι ιδιοκτησίες που απολαμβάνουν μεγαλύτερες αυξήσεις στις τιμές, να πληρώνουν περισσότερα. Είναι για αυτό το λόγο που οι αντικειμενικές αξίες αναθεωρούνται κάθε μερικά χρόνια με γενική εκτίμηση των τιμών από το Κτηματολόγιο. Οι σύγχρονες χώρες που διαθέτουν δείκτες ακινήτων για την κάθε περιοχή και κάθε τύπο ακινήτων, μεταβάλουν τις αντικειμενικές αξίες με βάση τους δείκτες.
Οι αντικειμενικές αξίες μπορεί να είναι ψηλότερες ή χαμηλότερες από τις πραγματικές αξίες, όμως αυτό δεν έχει καμία σημασία για σκοπούς φορολόγησης διότι αυτό που έχει σημασία είναι οι τιμές να είναι σχετικά ορθές, όταν συγκρίνονται μεταξύ τους για να είναι δίκαιος ο φόρος. Η φορολόγηση με βάση τις τιμές του 1980 θα ήταν δίκαιη εάν οι τιμές των ακινήτων είχαν την ίδια αύξηση στα 33 χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι το 2013. Όμως, οι αυξήσεις στις τιμές από το 1980 μέχρι σήμερα δεν ήταν οι ίδιες, κάποιες τιμές αυξήθηκαν 5 φορές, άλλες 10 και άλλες 20 φορές. Εάν λοιπόν η φορολόγηση είναι με βάση την αξία του ακινήτου, οι τιμές του 1980 δημιουργούν κοινωνικές αδικίες.
Πολλοί εκφράζουν παράπονα ότι πληρώνουν περισσότερα επειδή οι τιμές του 2013 είναι εξωπραγματικές, όμως αυτό δεν είναι η ουσία. Ακόμα και αν οι τιμές του 2013 ήταν οι μισές, το αποτέλεσμα της φορολόγησης θα ήταν το ίδιο, και ο κάθε ιδιοκτήτης θα πλέρωνε το ίδιο ποσό. Το κράτος υπολογίζει να εισπράξει ένα συγκεκριμένο ποσό, και οι αντικειμενικές τιμές μειωθούν, τότε αναγκαστικά θα αυξηθεί ο φορολογικός συντελεστής, διότι το κράτος πρέπει να εισπράξει το ποσό.
Στην περίπτωση των αποχετευτικών τελών, τα Συμβούλια Αποχετεύσεων έχουν συνάψει δάνεια ύψους εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ, από Ευρωπαϊκούς οργανισμούς (τράπεζες), για να χτίσουν τις υποδομές των αποχετευτικών συστημάτων. Τα δάνεια αυτά πρέπει να αποπληρωθούν στα επόμενα 20 χρόνια, με περίοδο χάριτος επτά χρόνια και με χαμηλό επιτόκιο. Κάθε χρόνο, τα Συμβούλια πρέπει να καταβάλουν δόσεις στις Ευρωπαϊκούς οργανισμούς (τράπεζες), από όπου έχουν πάρει τα δάνεια, και φορολογούν τους ιδιοκτήτες ανάλογα με την αξία των περιουσιών τους, διότι η μέθοδος αυτή είναι κοινωνικά η πιο δίκαιη. Οποιαδήποτε άλλη μέθοδος θα ήταν κοινωνικά άδικη, διότι δεν θα αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα. Αν για παράδειγμα η φορολόγηση επιβαλλόταν με βάση το εμβαδόν, τότε ένα χωράφι στην ύπαιθρο θα πλέρωνε περισσότερα από ένα οικόπεδο σε μια οικιστική περιοχή, το οποίο μπορεί να αξίζει πολύ περισσότερο από το χωράφι.
Μάριος Μαυρίδης, Καθηγητής Οικονομικών Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο, βουλευτής Κερύνειας ΔΗΣΥ, m.mavrides@euc.ac.cy