Lli-χmar tel Χotja – Ο γάιδαρος του Χότζα
Του Σιάρπελ Ι. Φραγκίσκου
Kan exen sapi, neşpér, ta ftaχal illi χmar telu… ammá kanyacatéz χmar mpşan tesáy şacalu, u kal terúχ il Χotja, u tetlúpillu telu… Akke u sava…
Raχ, u takk il-pape tel Χotja…
- Mcallem, pikuyllu, akke u vakke, ftaχal illi χmar teli, u jit tatlúpillak tattatini telak, mpşan eχte yomáyn, ost tetíp… u caréf, má ttekáf caléy…
Χotja, má kanirí teatiaχa, u pikuyllu:
- Ma kulla l-farχa şayti, kunt tatikyaχa, ammá, aş ta kuyllak…. fia alok tlaχ iδkyém, ta o δece, χarap u má plakíχ… má pácaref ayn raχ…
Aδik il-saca, lakáχ illi χmar telu, miχχóst illi stapl, teşaχnek…!
Pkyismca l-sapi, u ekef…!
- Χotja mu, pikuyllu, pitlacipni…. Smacu lli χmar telak, şa pişaχnek… Aşşik o δece..?
L-Χotja, tilce χorku, u pkyiθkallem u pikuyllu:
- Olán, má pitismcaynni ll-ana, u pittismcayllu lli χmar teli…!!!
Ο ΓΑΪΔΑΡΟΣ ΤΟΥ ΧΟΤΖΑ…
Ήταν κάποιος γεωργός, που αρρώστησε ο γάιδαρος του… αλλά, χρειαζόταν γαϊδούρι, για τις δουλειές του, και είπε να πάει στον Χότζα, να του ζητήσει το δικό του… και έτσι έκανε…
- Δάσκαλε, του λέει, έτσι κι έτσι, αρρώστησε ο γάιδαρος μου, και ήρθα να σου ζητήσω, να μου δώσεις τον δικό σου, για μια-δυο μέρες, ώσπου να γιάνει… και να ξέρεις, δεν θα μείνει πάνω μου…
Ο Χότζας, δεν ήθελε να του τον δώσει, και του λέει..:
- Με όλη μου την χαρά, θα σου τον έδινα, αλλά, τι να σου πω… είναι τώρα τρεις μέρες, που είναι χαμένος, έφυγε, και δεν τον βρίσκω… δεν ξέρω που πήγε… Εκείνη τη στιγμή, βρήκε τον γάιδαρο του, μέσα από τον στάβλο, να γκαρίσει…!
- Χότζα μου, του λέει, με κοροϊδεύεις… άκου τον γάιδαρο σου, που γκαρίζει.. Πως είναι χαμένος…?
Ο Χότζας, θύμωσε, και του αποκρίνεται..:
- Βρε, δεν με ακούς εμένα, και ακούς τον γάιδαρο μου…!!!
LLI ΧMAR TEL ΧOTJA…
Kan eχen zman, eχen neșpér, ta lli-χmar telu ftaχal,
ma, má kanyaχter mpla χeván, kanyijri l-sacál tvalχχar …
U kanifatteș ayn terúχ, χok, taχt, sop ayna neχa,
u χisep, l-Χotja kanlú χmar, teitlop, má kan vδeχa…
U raχ u l-pape șaytu takk, u Χotja, ja u fataχ,
sailu, minnu aș kanirí, u χava χtir má taχ…
Pikuyllu totes ill-intsán, akke u vakke jarafini,
u jit mpșan tatlop míninnak, lli χmar telak tattatini…
Yomáyn ttacatezu, Χotja mu, χost il-jumca ta e jey,
u la ttipzca, șa fkuyllak, , kif má ttekáf caléy…
Așka ma kan kaes intsán, l-Χotja, niker u má staχa,
χisep, aș kantekuyllu, mpșan la teatiaχa…
-Aχ!, ya ipni, l-Χotja kal, má o lli-χχar telak il-yawm,
lli-χmar teli, χarap, δaca, u má pkyimpsikni l-nawm…
Aδik il-saca, paca kan macazúm, jallu lli-χmar teșaχnek,
u l-Χotja, θkattep, klamu δaca, u kan χazír teaχtnek…
-Ma, pitlacipni Χotja mu, smacu lli-χmar, o java,
u int piθkuynni o δecán, oksá enne klam tel-χava…
-Olán, kal Χotja, șallu χork, kutșí má pkyaχtca palak,
ll-ana ttattismca aș ifkúl, oksá telli-χmar aδak…!
Ο ΓΑΡΟΣ ΤΟΥ ΧΟΤΖΙΑ…
Κάποιου νεσσπέρη μιαν φοράν, αρρώστησεν ο γάρος,
μα ‘ν έκαμνεν δίχα χτηνόν, ήτουν πολλύν το βάρος…
Τζι εγύρευκεν, πόθθεν να πα, άλλον για να ζητήσει,
τζι εσκέφτηκεν του Χότζια του, την πόρταν να χτυπήσει…
Πάει λοιπόν, χτυπά του την, τζι ο Χότζιας που σσια ‘ννοίει του,
τζι έτσι, χωρίς πολλά-πολλά, ίντα θέλεις λαλεί του…
Τζιαι πολοάται ο άθθρωπος, έτσι τζι έτσι ιστορία,
που σεν τον γάρον σου ζητώ, κάμε την αβαρία…
-Δκυο μέρες μόνον θέλω τον, να δούμεν τι θα γίνει,
τζιαι μεν φοάσαι, ξέρε το, πάνω μου εν θα μείνει…
Όμως, όσον καλόψυχος, ο Χότζιας τζιαι να ήτουν,
να του τον δώσει εν έθελεν, γυρίζει τζιαι λαλεί του..:
-Αχ! γιε μου, είσαι άτυχος, τραβώ τζι εγιώνη πάθη,
ο γάρος μου εν χασιμιός, τζι ο ύπνος μου εχάθη…
Τζιείνην την ώραν, ήρτεν του, του γάρου ν’ αγκανίσει,
τζι ο Χότζιας εξιππάστηκεν, εν μπόρεν να μιλήσει…
-Μα, Χότζια, περιπαίζεις με, άκου τον γάρον, πέρα,
όι ιμίςς εν χασιμιός, τζιαι λόγια του αέρα…
-Ολάν, λαλεί του με θυμόν, ο νους σου εν έσσιει βάρος,
εμέν θ’ ακούς ΄ντα σου λαλώ, οξά που τζιει ο γάρος…!!!