TAPΧET IL-MARA SMIT…!!!
Tel Şarpel I. Frankisku
Kantiδpoχ mprati java smit, caléχ, e mcalmie,
ttarúχ tampși, akkyá nuss saca, u ospu tarjca fkuylla,
tattaylpi lli-snie…
Saváyt parra, mpșan tarúχ, u kult, pkyislaχ taravej,
kuntχíss takún χaitș jcan, u psay, ma o și olán,
taχalli l-joco tentχaveș…
U mpsiχt il-tarp, mașke tarúχ, kintami má kuntakșca,
ta χost il-pali kan illi smit, kuntsáy vaχti, ma cakli cit,
aș kantesúr tattarjca…
Kuntfatteș taχsop aχar și, kuntimpși u kuntipti,
ma, cakli ekef aχχullát, nke, taχlak java re ulát,
u ttasaíχ teiγpi…
Kanyimpșu jumpi oχar nes, u pitu kanyaxkunni,
ma, χissi innen má simcúχ, kuntijri java mpșan tarúχ,
okít, miχ ta χattunni…
Ost ta kuntimpși, zavalli, χost cakli δacu kullon,
kuntakșca χullá lli trep, ftainni kanu kullon smet,
ta χammen, u takulon…
Kuntșúmm il-riχe șáitu, χost il-χava ta kanyiffoχ,
χassáyt δeχni, kanitír, takán χost cakli, arka χtir,
kuntakșca l-mara attiδpoχ…
Kuntréχ, kuntimpși, u kuntșúmm, efkítinni l-șamme
kuntaχsop kif kuntakol smit, amma, ftainni, kunt pcit,
l-tarp, má kanliχa tamme…
Rakcítinni tiléfono, χassáyt kantitșanter,
piθkuynni, ost ayn int, oson u ntfaytu lli smit,
u jcot, u pistanter…
Sikkine o ta șχítinni, ma alli lli-klam ta kalet,
u ana kunt l-sacalúk jcan, mísikni vajca χost il-patn,
manati mu, aș savet…
Kuntimpși teχte, mpșan tarúχ, kif l-rașfe șa miskitni,
mil joco, lli χtir ta kan caléy, nktecet, caríχt, u capșu canéy,
lli smit, kanyistantirni…
Ttacanti java, smacunni, u caléχ kursuni ttajri,
má ttesauni smacu zaft, tteakol minni eχen χaft,
testriχu l-patn u kalpi…
Me caléy an uo soχn, u sikkime, an pkyaχrak,
așșik ma uo ttapallíχ, u nke, ttakulu, má pχallíχ,
ost awnke ta pkyaχlak..
Ttaχótt illi-sχune χok il-tavlí, mplane, u takol ttapti,
tacasurrillu u χamδe χtir, u ttakol saθku, u pisír,
eχte χasie vaχti…!
Şarpel I. Frankisku
26/02/2025
ΜΑΓΕΙΡΕΨΕ Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥΡΓΟΥΡΙ…!!!
Μαγείρευε η γυναίκα μου στο σπίτι πουργούρι, σ’ αυτό είναι μαστόρισσα,
θα πάω να περπατήσω, κανένα μισάωρο, και της λέω, μέχρι να επιστρέψω,
να ετοιμάσεις το τραπέζι…
Έκαμα έξω, για να πάω, και είπα, πρέπει να κάνω γρήγορα,
ένιωθα να είμαι και λίγο νηστικός, και λέω, δεν πειράζει μωρέ,
ν’ αφήσω την πείνα να μαζευτεί…
Και πήρα τον δρόμο, να περπατήσω, μπροστά μου δεν έβλεπα,
που μέσα στο μυαλό μου, ήταν το πουργούρι, έκανα μόνος, με τον νου μου πανηγύρι,
τι θα γινόταν, όταν επιστρέψω…
Γύρευα κάτι άλλο να σκεφτώ, περπατούσα και προσπαθούσα,
αλλά, ο νους μου έμεινε εκεί, ναι, να φτάσω σπίτι ρε παιδιά,
και θα το κάνω να κλάψει…
Περπατούσαν κοντά μου άλλοι άνθρωποι, και άρχισαν να μου μιλούν,
αλλά, εκείνοι δεν άκουσαν τη φωνή μου, έτρεχα για να πάω σπίτι,
σαν να μου βάλανε φωτιά…
Όσο περπατούσα, αλίμονο, μες’ το μυαλό μου χαθήκαν όλα,
έβλεπα χάμω τα χώματα, και νόμιζα ήταν πουργούρια,
να σκύψω και να τα φάω…
Μύριζα την μυρωδιά του, στον αέρα που φυσούσε,
ένιωσα τον νου μου να γυρίζει, που ήταν στο μυαλό μου, τόσο πολύ,
έβλεπα την γυναίκα να μαγειρεύει…
Προχωρούσα, περπατούσα, και μύριζα, μου έμεινε η οσμή,
φανταζόμουν ότι έτρωγα πουργούρι, αλλά, μου φαινόταν, ήμουν μακριά,
ο δρόμος, δεν είχε τέλος…
Μου κτύπησε τηλέφωνο, ένιωσα να παραπονιέται,
μου λέει, ώσπου είσαι, μόλις έσβησα το πουργούρι,
και πείνασα, και περιμένω…
Μαχαίρι ήταν που μου έμπηξε, μ’ αυτά τα λόγια που είπε,
ήμουν κι εγώ νηστικός ο φτωχός, μ’ έπιασε πόνος στην κοιλιά,
αχ, μάνα μου, τι έκανε…
Περπατούσα γρήγορα, για να πάω, γιατί μ’ έπιασε το τρέμουλο,
από την πείνα, την πολλή που είχα, κόπηκα, ίδρωσα, και θόλωσαν τα μάτια μου,
το πουργούρι, με περίμενε…
Θα μπω σπίτι, ακούστε με, και θα τρέξω κατ’ ευθείαν πάνω του,
δεν θα μπορούν να με συγκρατήσουν, θα φάει ένα ξύλο από μένα,
να ηρεμήσουν η κοιλιά και η καρδιά μου…
Ούτε με νοιάζει αν είναι ζεστό, ούτε με κόφτει αν καίει,
όπως και να ‘ναι θα το καταπιώ, και ναι, θα το φάω, δεν το αφήνω,
ως εκεί που φτάνει…
Θα βάλω το πιάτο στο τραπέζι, γεμάτο, και θα ξεκινήσω να τρώω,
θα του σφίξω και κάμποσο λεμόνι, και θα φάω πιστέψετε, και γίνεται,
μια κατσαρόλα μόνος μου…!!!
Σιάρπελ Ι. Φραγκίσκου