ΙΝΤΑ ΚΑΪΣΙΗΝ ΕΠΑΘΑ…!!!
Του Σιάρπελ Ι. Φραγκίσκου
Ένουν φωδκιά τα καύσιμα, κρούζει, κάθε γαλόνι,
τζιαι όπως ούλλοι κάμνουσιν, ποτζιεί πάσιν τζιαι βάλλουσιν,
έτσι κάμνω τζι εγιώνη…
Έπκια το Yaris της μιτσιάς, να πα΄ να το γεμώσω,
ήτουν τζιαι Σάββατον πρωί, ώσπου λαλώ να σηκωστεί,
εν να το παραδώσω…
Μπαίνω μέσα τζιαι κάθουμαι, αφταίννω το, σταρτάρω,
θωρώ, η λάμπα άφταιννεν, μα, έννοια εν με έπκιαννεν,
λαλώ, εν να το πάρω…
Ρωτώ την, πε μου, παίρνει με, η λάμπα του αφταίννει,
λαλεί μου, λάμνε άφοα, έννεν η πρώτη του φορά,
τσιακκαρισμένον ένει…
Λαλώ, κόμα καλλύττερα, να πάρει παραπάνω,
ώσπου να πάω στα σύνορα, εν να φτζιορώσει σίουρα,
ξείσιηλον θα το κάμω…
Πο΄ σσω μου ως τ’ οδόφραγμαν, θέλω κανέναν κάρτο,
λαλώ, περκ’ εν έσιει πολλούς, να ρέξω τούρκους τζιαι ρωμιούς,
τζιαι μάνι-μάνι, να ‘ρτω…
Ήτουν Ιούλης ο τζιαιρός, καμίνιν μες την στράταν,
στην κάψαν του καλοτζιαιρκού, τζι ο δείχτης του θερμόμετρου,
σαράντα και, επάταν…!
Τζι επήαιννα μ΄ έναν χαβάν, τζιαι μες τους λοϊσμούς μου,
χα-χα να πάθω έμφραγμαν, που κόντεψα στ’ οδόφραγμαν,
εγύρισεν ο νους μου…
Ήτουν η ουρά χιλιόμετρα, ως τζιει στην κοα-κόλαν,
τζι όποθθεν τζιαι να πήαιννες, πήξιμον μες τες γειτονιές,
πόλα-σελα, εβόλαν…!
Αμάν λαλώ, εφάμεν την, τωρά, πως θα τζιυλήσει,
που η λάμπα ‘μιτσοκάμμαν μου, ηλεκτροσιόκ εκάμναν μου,
κατύσιη μου, αν σβήσει…!
Ήτουν χαζίριν έντεκα, τζι ήτουν πυρά, καμίνι,
μα τ’ αρκοντίσιον εν τ΄ άψα, έκρουσα, μα τζι εσύγκαψα,
λαλώ, άμπα τζιαι μείνει…!
Τζιαι όπως ήμουν στην γραμμήν, εν να το μολοήσω,
τζιαι να ‘θελα ο γέριμος, εν εμπορούσα δυστυχώς,
να κάμω μπρος, για πίσω…
Λαλώ, κάμε υπομονήν, πέρκιμον τζιαι βαστάξει,
να φτάσω στο πρατήριον, να φυει τούντο μαρτύριον,
αφού, εν είσιεν στάξη…
Η έννοια εν που μ’ έλαμνεν, ετρέμασιν τα σιείλη,
Άη μου Σιάρπελ μου, αμήν, να μεν μου σβήσει στην γραμμήν,
τζιαι να γενώ ρεζίλι…
Τζιαι ττίκκι-ττόκο, έκαμα, μιαν ώραν, παραπάνω,
να μπω, να ρέξω που ποτζιεί, το δρώμαν έτρεσιεν, ψατζιή,
μα, ίντα ‘σιεν να κάμω…!
Πλάστη μου, τζιαι βοήθα μου, έβαλλα τον σταυρόν μου,
βάλε το σιέριν σου τζι εσύ, έννοιαν είχα, μεν μου σβήσει,
μες την μέσην του δρόμου…
Τζι η αγωνία έτρων με, κλωστές τα νεύρα ‘γίναν,
τζι ο σατανάς, ετσιάττισεν, το γέριμον εν που ‘σβησεν,
πόξω που την πεζίναν…
Α!, Παναγία μου λαλώ, τωρά, ίνταν να κάμω,
Θεέ μου τζιαι βοήθα μου, σηκώστηκεν η τρίχα μου,
χαζίριν να πεθάνω…
Την πόρταν τότες άννοιξα, τζι εκούντουν με τα σιέρκα,
θαρκούμουν εθωρούσασιν, ούλλοι τζιαι εγελούσασιν,
εμπήαν μου μασιέρκα…
Τζι ως που να φτάσω τζιαι να μπω, στην πόμπαν της πεζίνας,
εγίνηκα ολόσουππος, τζιαι σκοτωμένος, ο φτωχός,
της δίψας τζιαι της πείνας…
Εγέμωσα το, ξιήσιειλον, ετρέξασιν τζιαι πόξω,
λαλώ του, τσιάκκαρε καλά, άμπα τζιαι φύει σου σταξιά,
γιατί, εν να σου την κόψω…
Έπκιασεν με η πίεση, τα νεύρα μου, να σπάσω,
εφάτσιησα τζιαι έμαθα, έτσι καϊσιην που έπαθα,
να μεν ξαναπεράσω…
Αν ήτουν τρόπος, Πλάστη μου, διπλά ΄τουν να του βάλω,
να κάμω τάγκιν δεύτερον, να σσιόνωννα, ελεύτερον,
το άχτιν μου, να φκάλω…
Τζι ακόμα, πκιο καλλύττερα, πναστός μάγκου μου να ‘μουν,
ποδάτται να το γέμωννα, σιήλιες φορές να πκιέρωννα,
τον γέριμον πελάν μου…!!!
Σιάρπελ Ι. Φραγκίσκου