ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ/ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ….
Του Σιάρπελ Ι. Φραγκίσκου
Δοξάζω τον, Τον Πλάστην μου, που ‘ν η παρηορκά μας,
να σσιέπει Του προσεύκουμαι, τα 4 χωρκά μας…
Άγια Μαρίνα, Ασώματος, Καρπάσια, Κορματζιήτης,
της Μαρωνιάς εμείνασιν, οι ρίζες τζιαι η γη της…
Λάθη άλλων πκιερώννουμεν, χωρίς εμείς να φταίμεν,
τους τόπους μας εχάσαμεν, τζιαι μέραν-νύχταν κλαίμεν…
Άρον-άρον εδκιώξαν μας, δίχα την θέλησην μας,
εχάσαμεν τα σπίδκια μας, εκρούσαν την ψυσιήν μας…
Απού μακρά θωρούμεν τα, ρέσσουμεν σαν τους ξένους,
τόπους που γεννηθήκαμεν, με γαίμαν ποτισμένους…
Ας όψουντε οι αίτιοι, τζιείνοι που μας τα κάμαν,
εμασιερώθην η καρκιά, τζι έπνιξεν την το κλάμαν…
Μιαν Τζιερκατζιήν, πρωίν-πρωίν, χάραμαν, θα ξυπνήσω,
στους τόπους μας τους άγιους, να πα’ να προσσιυνήσω…
Να ρέξω που τ’ οδόφραγμαν, τζιαμέ, τ’ Άη Δεμέτη,
τα σύνορα της αντροπής, να ξειλιφτούσιν πρέπει…
Να πάω στην Αμμόχωστον, τζιαι στην Αγίαν Άνναν,
τζιαμέ που οι προγόνοι μας, τες προσευκές εκάμναν…
Δεκαετίες πέρασαν, μα τζιείνη περιμένει,
τζι’ έναν συγγνώμην να της πω, που ήτουν ξεχασμένη…
Να πκιάω την στράταν μανιχός, έτσι, δίχα παρέαν,
στον Άγιον Αντώνιον, να πάω στην Κυθρέαν…
Τζιαι εις τον τζιεφαλόβρυσον, κρυόν νερόν που τρέσιει,
την Μαρωνιάν ξεδίψασεν, ρίζες βαθκειές τζιαμ’ έσιει…
Στον Άην Ρωμανόν να φκω, πας το Βουνόν πριν φύω,
οι άπιστοι εκλείσαν τον, τζι εκάμαν τον μουσείο…
Να κάτσω πο’ ξω στην αυλήν, σσιυφτός τζιαι λυπημένος,
στον Άγιον να προσευκηθώ, με σκέψεις φορτωμένος…
Να πκιάω την στράταν, βουρητός, δίχα στάσην να κάμω,
τζιαι στην Αγιάν Μαρίναν μας, ίσια θα φκω τζιειπάνω…
Να μπώ μέσα στην εκκλησιάν, όπως τζι αν την εκάμαν,
να κάτσω, να προσευκηθώ, τζιαι να της κάμω τάμαν…
Άγια Μαρίνα τζιαι τζιυρά, μάνα τζι αφέντισσα μας,
μιάλη να ‘ναι η χάρη σου, λύτρωσε τα χωρκά μας…
Βάλε τζιυρά το σιέριν σου, να μπόρουμεν να ‘ρτούμεν,
κάθε του Ιούλη 17, για να σε λειτουρκούμεν…
Να γύρω αππ’ έξω του βουνού, με σέβος τζι ευλογία,
το μοναστήριν για να βρω, τ’ Άη, προφήτ’ Ηλία…
Τζιαι με τα σιέρκα μου τα δκυο, το χώμαν εν να σκάψω,
πως το εκαταντήσασιν, το δάκρυν μου, να θάψω…
Μαύρη έν η επέτειος, στες 20 του Ιούλη,
ήτουν μέρα της εισβολής, συντρομαχτήκαν ούλοι…
Άγιε, αφέντη της βροσιής, θερμοπαρακαλώ σε,
προφήτη μου, Ηλία μου, την λύτρωσην μας, δώσε…
Στο Φλούδιν ύστερα, κοντά, στον Άγιον Ιωάννη,
που τοίσιοι στέκουν μανιχά, μα, πκοιος τον εξυχάννει…
Άη μου Γιάννη, του Φλουδκιού, με ρίζες που βαστούσιν,
βάλε τζι εσού το σιέριν σου, μέρες καλές να ‘ρτούσιν…
Τζι ευτύς εις στον Ασώματον, κατόπιν θα λαμνίσω,
στην εκκλησιάν τ’ Αρκάντζιελου, να μπω να προσσιυνήσω…
Ν’ άψω τζιερίν στην χάρην του, σ’ ούλλους του Αρκαντζιέλους,
πέρκιμον, τούτη η χρονιά, να ‘ν η αρκή του τέλους…
Να κάμουσιν το θάμμαν τους, έσσω μας να στραφούμεν,
να φύουσιν τα σύνορα, λεύτεροι πκιον να ζζιούμεν…
Στην Παναγιάν της Καμπυλής, μέσα στην εκκλησίαν,
που κάθε πέτρα τζιαι γωνιά, γράφουσιν ιστορίαν…
Να θθυμηθώ τες ρίζες μας, τζιαι τες γεννιές που ‘ρέξαν,
π’ όσα τζι αν ετραβήσασιν, βαστάξασιν τζι αντέξαν…
Στην Παναγίαν του Μαρκού, μες τα δεντρά χωσμένη,
ν’ άψω τζιερίν στην χάρην της, πόσον να περιμένει…
Πεήντα χρόνια ρέξασιν, να την επισκεφτούμεν,
ν’ αννοίξει την αγκάλην της, ούλλοι παρακαλούμεν…
Τζιαι να τραβήσω πάρα τζιει, να φτάσω στην Καρπάσια,
που ‘σιει αέραν δροσερόν, τζι ολόφρεσκα αθάσια…
Να μπω στου Τίμιου Σταυρού, μέσα την εκκλησίαν,
να του ζητήσω κλάμοντας, να πέψει σωτηρίαν…
Στον Κορματζιήτην τελικά, να φτάσω τζιαι να μείνω,
τζιαι έναν με τους τόπους του, τα χώματα να γίνω…
Να πκιω απού την βρύσην του, γλυτζιήν νερόν δροσάτο,
να πνάσω, να ξεκουραστώ, να πάω παρακάτω…
Να πάω εις τον σύλλογον, τζιαι πο ‘ξω εν να κάτσω,
τζι έναν γλυτζιήν μαχαλλεπίν, Πωλού, εν να φωνάξω…
Τ’ Άη Γιωρκού η εκκλησσιά, αφέντισσα τζιυρά μας,
τζι ο Άη Γιώρκης άρκοντας, στέκει τζιαι καρτερά μας…
Πεήντα χρόνια κατοχής, μεγάλη του η χάρη,
ήτουν το σσιέπος του χωρκού, εστάθην παλληκάρι…
Να κάμω έξω του χωρκού, να πάω κατά την δύσην,
τζιαμαί που στέκει αγέρωχον, της Παναγιάς ξωκκλήσιν…
Να κάτσω τζιαι να θθυμηθώ, πόσες χαρές τζιαι λύπες,
τζι ο νους μου πίσω να στραφεί, στους πρώτους Μαρωνίτες…
Να φτάσω εις την θάλασσαν, του ιερού του χώρου,
στου Κόρνου το ξωκκλήσιν του, τ’ Άη Γιωρκού του σπόρου…
Κοντά του οι νεσσπέριες, βουρούν για να ζητήσουν,
να ‘βλοηθούν οι σπόροι τους, οι κάμποι να γιωρκήσουν…
Άη μ’ Αντώνη, Ρωμανέ, τζι εσού Αγία Άννα,
να κάμετε το θάμμαν σας, να ‘ρτει ξανά, το μάννα..
Άη μου Γιάννη, του Φλουδκιού, τζι Αγία μου Μαρίνα,
Προφήτη μου Ηλία μου, τούντα χωρκά μας μείναν…
Αρκάντζιελε μου Μιχαήλ, τζιαι Τίμιε Σταυρέ μου,
γονατιστός προσεύκουμαι, σιέρκα τζιαι σιείλη τρέμουν…
Α, Παναγιά της Καμπυλής, τζιαι του Μαρκού μητέρα,
κάμετε να ΄ρτει γλήορα, Ανάστασης η μέρα…
Άη μου Γιώρκη σύντρεξε, τες προσευκές μας άκου,
που ‘σαι προστάτης του χωρκού, τζι ο γητευτής του δράκου…
Προσεύκουμαι, γονατιστός, με δέος, να ζητήσω,
τους τόπους μας να γλέπετε, ώσπου να ‘ρτουμεν πίσω…
Σιάρπελ Ι. Φραγκίσκου
08/05/2024