ΕΝ ΛΥΤΡΩΣΗ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ…?
Του Σιάρπελ Ι. Φραγκίσκου
Πκοιος εν που εν το σκέφτηκεν, ποττέ μες την ζωήν του,
γιατί υπάρχει θάνατος, γιατί τον στέλλει ο Θεός,
με την σοφήν βουλήν Του…?
Του κάθ’ αθθρώπου η ζωή, τζιαι τι τον περιμένει,
την ώραν που ‘ν να γεννηθεί, ως την ημέραν που ‘ν να φύει,
λαλούν, πως εν γραμμένη…
Που την στιγμήν της γέννας του, ότι τζι αν καταφέρει,
όσα τζι αν κάμει, τζι ότι πει, εν να ‘ρτει η ώρα που ‘ν να φύει,
πάντα του, να το ξέρει…
Τζιαι, έν το μόνον σίουρον, η ώρα τζιείνη θα ΄ρτει,
τα μμάδκια μας να κλείσουμεν, τα ζωντανά ν’ αφήσουμεν,
τούντην ζωήν την σκάρτη…
Κανένας όμως, τζι ευτυχώς, ποττέ του εν θα μάθει,
την ώραν τζιείνην, την στιγμήν, που εν να φύει που την ζωήν,
με, ότι τζιαι να πάθει…
Αμμά, πκοιος νους θα το δεχτεί, πκοια νόηση, πκοια σκέψη,
του καθενού ο θάνατος, εν νόμος απαράβατος,
τζιαι πως θα το χωνέψει…?
Μα, δυστυχώς, ή ευτυχώς, με το σοφόν Του σιέρι,
κόβκει μας εισιτήρια, τζιαι πκοια εν τα κριτήρια,
κανένας, εν ηξέρει…
Γιατί, πκοιου ένει η σειρά, πκοιος εν που το ορίζει,
του καθενού την μοίρα του, πότε εν να ‘ρτει η γύρα του…?
Τζιείνος, το καθορίζει…
Φεύκουσιν νέοι τζιαι μωρά, μεσοτζιαιρίτες, γέροι,
τζιαι κόβκεται η φόρα τους, πριν κόμα έρτει ώρα τους,
ότι η ζωή τους φέρει…
Κάποιοι απού γεράματα, αρρώσκιες τζι ατυχίες,
άλλοι που δυστυχήματα, που τα πολλά προβλήματα,
της ζήσης, ιστορίες…
Κάποιους διά τους θάνατον, ήσυχον, τζιαι γαλήνιον,
δίχα να ταλαιπωρηθούν, τζιοιμούντε νύχταν τζι εν ξυπνούν,
ευτυχισμένον ύπνον…
Φεύκουσιν έτσι ήσυχα, τούντην ζωήν ν’ αφήσουν,
δίχα στιγμήν να ζοριστούν, με τζιείνοι να βασανιστούν,
μ’ άλλους να βασανίσουν…
Άλλες φορές, ναι, δυστυχώς, ο Πλάστης, πκοιου χρωστά το,
ακούμεν κάτι σσιηπεθκιές, αχώνευτες οι γέριμες,
φεύκουσιν, μπάμ! τζιαι κάτω…!
Τζιείνος που φεύκει άξιππα, τα βάσανα γλυτώννει,
μα, τζιείνοι που μεινίσκουσιν, χάννουν τα, πελλανίσκουσιν,
μασιαίριν, που σκοτώννει…
Τζιαι άλλους, βασανίζει τους, αρρώσκιες που τραβούσιν,
αλόπως δοτζιημάζει τους, τζιαι ανηφόρες τάζει τους,
ώσπου να λυτρωθούσιν…
Τζιείνος π’ αρρώσκιες βρίσκουν τον, πονεί τζιαι υποφέρει,
τζιαι λιώννει στο κρεββάτιν του, καπάλιν κλαίει τ’ αμμάτιν του,
τζι εν θα τα καταφέρει…?
Τζιαι ώσπου ο τζιαιρός περνά, κρούζει τζιαι εν γιανίσκει,
σιοροττερεύκει συνεχώς, τζιαι βασανιέται ο φτωχός,
μάγκου μου, πεθανίσκει…
Λαλούν, πως εν γλυτζιά η ζωή, όπως τζιαι να τζιυλήσει,
μ’ ούλλον τον πόνον καθενός, φτάννει που ένει ζωντανός,
όσον τζιαι να κρατήσει…
Δαμέ, ππέφτει το δίλημμαν, αφού εν μπορεί να γιάνει,
να μαρτυρά που τον καμόν, οξά να έβρει νεπαμόν,
εν κάλλιον να πεθάνει…?
Αν εν γραφτόν του καθενού, όσων χρονών τζιαι να ‘νει,
παρά, να ταλαιπωρηθεί, εν κάλλιον να συχχωρηθεί,
να πνάσει, να πεθάνει..?
Προσεύκεσαι στον Πλάστην μου, κοντά του να τον πάρει,
να πάρει την απόφασην, να φύει που τούντην κόλασην,
μεγάλη Του, η χάρη…
Τούτη εν ναν η λύτρωση, στα τόσα βάσανα του,
να φύει, τζιαι να πα πναστός, παρά να σβήννει άρρωστος…
… χαλάλιν, του θανάτου…!
Όπως τζιαι να ‘σιει, ξέρω το, ο θάνατος πονεί μας,
την ώραν τζιείνην του χαμού, τζιαι τζιείνην, τ’ αποχωρισμού,
δικού, τζιαι συγγενή μας…
Εν λύτρωση ο θάνατος, τζιείνου που τον ηβρίσκει,
τζι αβάσταχτος εν ο καμός, τρέσιει το δάκρυν ποταμος,
στον άλλον, που μεινίσκει…
Λαλούμεν, ξέρει ο Θεός, ούλλα σοφά τα κάμνει,
τζιαι όσα ‘ν που μας έρκουντε, για κάποιον λόον γένουντε,
Τζιείνος, που τα προκάμνει…
Τζιαι μόνη μας παρηορκά, που έχουμεν μαζίν μας,
τζιαι εν θα το ποφύουμεν, ήρταμεν για να φύουμεν,
εν νόμος, στην ζωήν μας…
Τζι όπως λαλεί τζιαι ο παπάς, την ώραν της ταφής σου,
άθθρωπε, τζι αν εσάστηκες, απού το χώμαν πλάστηκες,
τζι εν να στραφείς, θυμήσου…!!!
Σιάρπελ Ι. Φραγκίσκου