Του Σιάρπελ Ι. Φραγκίσκου
Πόσες φορές μας έτυχεν, ούλλοι μας να σκεφτούμεν,
που πάμεν σαν πεθάνουμεν, πκοιαν στράταν εν που πκιάννουμεν,
να αναρωτηθούμεν…
Λαλούν, αν είμασταν καλοί, παράδεισον θα πάμεν,
μ’ αν όμως ώσπου ζζιούσαμεν, κατζίαν εκρατούσαμεν,
την κόλασην θα πιάμεν…
Μα ‘γιω θαρκούμαι, σκέφτουμαι, άμπα τζι’ έχουμεν λάθος,
παράδεισος για κόλαση, δαμαί ένει, πας τούντην γη,
λαλώ το, δίχα πάθος…
Εν η ζωή του καθενού, τα χρόνια πο ‘ν να ζήσει,
αν εν γλυτζιά, χαρούμενη, για μαύρη, μίζερη, ένει,
τούτον, εν να μετρήσει…
Του καθενού η στράτα του, ίνταλος εν στρωμένη,
με φκιόρα τζιαι μ’ αρώματα, για λάσπες τζιαι με χώματα,
άσπρη, για μαύρη ένει…
Πόσον εστάθην τυχερός, τζι ούλλα δεξξιά του ήρταν,
είτε εμπήκεν που μιτσής, στες δυσκολίες της ζωής,
τζιαι έκλαιν, μέραν-νύχταν…
Αν είσιεν κάθε άνεσην, τζι ήσυχος ετζιοιμάτουν,
για ‘ζησεν κάθε στέρησην, τζι έτρων με καθυστέρησην,
σπάσμένος του καμάτου…
Αν είσιεν οικογένειαν, τζι ήτουν αγαπημένοι,
είτε εσσιυλλοτρώουνταν, μέραν-νύχταν σκοτώννουνταν,
οχτροί ΄τουν ορκισμένοι…
Τζιείνου που ούλλα ήρταν του, όμορφα, μέλιν-γάλα,
για άνω-κάτω ένουνταν, ποττέ του εν εσιαίρουνταν,
προβλήματα μεγάλα…
Τ’ αθθρώπου που ‘ζησεν ζωήν, σαν το ουράνιον τόξο,
τζι ήρταν του ούλλα βολικά, ταλαιπωρίες τζιαι κακά,
εμείναν ούλλα πο’ ξω…
Τζιείνου που ΄στάθην άτυχος, τζι εππέσαν του καμπόσα,
τζι έγινεν ούλλη του η ζωή, κόλαση καθημερινή,
τζι εγέλαν, μιαν στα τόσα…
Όπκοιου η τύχη γέλασεν, στο κάθε του το βήμα,
ποττ’ εν εδυσκολεύτηκεν, ούτε που επαιδεύτηκεν,
τζι ήρταν του ούλλα πρίμα,
για μανιχά προβλήματα, επλάθουνταν ομπρός του,
κακοτυχίες τζιαι φωδκιές, αρρώσκειες τζιαι αναποδκιές,
τζιαι το καλόν, οχτρός του…
Τζιείνου που τον εβρίσκασιν, κατραπατσιές καπάλιν,
μα ‘ν έφκαλλεν λόον κακόν, πάντα με το χαμόγελον,
συνέχιζεν την πάλην…
Για τζιείνου που καλόμαθεν, τζι ούλλα καλά του ‘ππέσαν
τζι όποτε εζοριζετουν, ούλλον τζι εδκιαολίζετουν,
τζι εν έφκαιννεν που μέσα…
Αν άθθρωπος ήτουν καλός, τζιαι μ’ ούλλους εμιλούσεν,
τζι όπκοιον εθώρεν να πονεί, δίπλα του ήταν στην στιγμή,
πάντα εβοηθούσεν,
είτε είσιεν τα μούτρα του, πάντα κατεβασμένα,
τζιαι πάντα του αγκρίζετουν, μ’ ούλλους εν που εντζιοίζετουν,
να μεν θωρεί κανένα…
Παράδεισον για κόλασην, καθένας να το ξέρει,
εν θα ‘βρει ποθανώντας του, μα ‘ν ότι περάσει ζζιώντας του,
ότι η ζωή του φέρει…
Γι’ αυτόν λαλώ σας, γνώμη μου, όπως τζιαι να το δούμεν,
επάρτε το απόφαση, παράδεισος για κόλαση,
εν η ζωή που ζζιούμεν…!!!
Σιάρπελ Ι. Φραγκίσκου