LL-AY YORKI U LLI-ΔRAKO… Ο ΑΗ-ΓΙΩΡΚΗΣ ΤΖΙ Ο ΔΡΑΚΟΣ…
Του Σιάρπελ Ιωσήφ Φραγκίσκου – Tel Şarpel tel Iosifúy
Kanjá lli-Χnayn telli-rmat, u l-tinye raχet knise,
tesallu l-Rabb, teχottu rmat, ta ju ll-aδi l-cişe…
U tetilpullu, l-Rábbinna, , tesacet, teχótt itu,
tattikθar il-moe ta kantjí, kif tsucot kaniritu…
Kalu kif eχen δrako ja, u ekef χost illi-jpael,
u l-moe katca şayton, u pkyon má kanikael…
Kan eχen δrako χtir iγpír, miχ il-χava kanyijri,
kanyintor il-moe ta kantrúχ, illi-Mntine, má kantijri…
U efku zman cintşanín, innen u l-χevanaton,
u jarru joco u cataş χtir, u innen u ulaton…
Amma u katca χtir izmán, vadda χalfon illi-δrako,
l-moe, kal, mpşan tefaylet, ill-ulaton rat teakol…
Oχar kalliχon χtir ulát, u kanivaddu ll-eχen,
u l-saca tel-malek telon jet, ta má kanlú şiveχen…
Eχte pint vaχta ta kanlú, kanyislaχ teatia,
aş kantesáy l-sacalúk, illi-δrako te vaddia…
U misket il-tarp totes il-pint, ma, akke ta kantreχe,
ltaku kintama eχen γtiş, u eχen ta kanrekep…
Kan ll-Ay Yorki, χok illi-γtiş, ta jiri tesacita,
u kalla macu mpşan tatrúχ, u χalfu tekacita…
U misek ita, jarra χok, χok illi-γtiş tattakco,
saila vaχta ayn pitrúχ, aχχóst takán illi-δrako…
U fatχet u kantkuyllu, aş kanijorru kullon,
ta lli-δrako l-moe kátcallon, u ll-ikl u l-şirp ntammullon…
Fia min totes kúlitna, aşka tanniγpi tvallχχar,
mil joco u l-cataş illi-χtir, pkyaklu ll-eχen ill-aχar…
Kanivaddullu mneχen vilt, il-nes kullon mpşan teakol,
u alok jet il-saca şayti, tasúr ill-ikl telli-δrako…
Amma kişcon illi-δrákonta, tláχiton jumpu u χilku,
taχak, mil farχa şaytu, u cannéχ fatχu u pirku…
Ttatravek pukra, ma ll-intsán, ttantşarra ma l-pintua,
u pχalli caşşa l-layle, lli γtiş ma l-raχlua…
Akke kanyaχsop δrákonta, sava cit ma caklu,
ma ll-Ay Yorki má χalláχ, temsiku u teaklu…
Misek il-kontari ştit fi l-teχ, caléχ şalχillyaχa,
u χost il-kalpu χtir mcik, lakáχ, u şχallyaχa…
U misek χapl, u raftu ştit, u taχ il-pint u kalla,
tatjorru maχχa, u tatrúχ, illi-mtine fi l-yapata…
Ta má tcamtu tecakişúχ, teruχu teitcamtu,
ta má pisaθku l-Rábbinna, kullon mpşan teintsaθku…
Amma pkycakşaχχon rajcín, il-malek miskitu l-farχa,
Sael illi-δrako men kitlu, u şalu mnaδi l-χarka…
Tatiχyaχa kullu l-risk, aş lini, u aş má lini,
tatíχ u l-pinti mpşan carús, tesúr u vuo ipni…
Pkyθkallem totes u l-Kaddís, u kallu ma χiss kaes,
Kif má pkyacatéz min şikutşi, me risk, ya me pparaes…
Fi ll-ism tel-Yorko tel- Kaddís, tattipnu eχte knise,
u fi ll-Aprilli lli-23, tatraχmu eχte cişe…(trukayn)
Şarpel tel Iosifuy
13/03/2020
Ο ΑΗ-ΓΙΩΡΚΗΣ ΤΖΙ Ο ΔΡΑΚΟΣ…
Ήτουν Δευτέρα της Καθαρής, τζι ο κόσμος επήεν εκκλησίαν,
να προσευχηθούν στον Θεόν, να βάλουν σταχτόν, που ήρταν σε τούντην ζωήν…
Τζιαι να του ζητήσουν, του Θεού μας, να βοηθήσει, να βάλει το σιέριν του,
να πολλύνει το νερόν που έρκετουν, γιατί εθέλαν βοήθειαν…
Είπαν πως ήρτεν ένας δράκος, τζιαι έμεινισκεν στα βουνά,
τζιαι έκοψεν τους το νερόν, τζιαι πκιον εν εδέχετουν…
Ήταν ένας δράκος, πολλά μεγάλος, τζι εβούραν σαν τον άνεμον,
επρόσεχεν το νερόν που επήεννεν στην πόλην, τζι εν έτρεσιεν…
Τζι εμείναν τζιαιρόν διψασμένοι, τζιείνοι τζιαι τα χτηνά τους,
τζι ετραβήσαν πείναν τζιαι δίψαν πολλήν, τζιαι τζιείνοι τζιαι τα παιδκιά τους…
Άμμα τζι επέρασεν πολλύς τζιαιρός, εμήνυσεν τους ο δράκος,
πως, για να αφήσει το νερόν, έθελεν να φάει τα παιδκιά τους…
Άλλοι είχασιν πολλά παιδκιά, τζι εστέλλασιν το έναν,
τζιαι ήρτεν το γυρίν του βασιλέα τους, που εν είσιεν κανέναν…
Είσιεν μιαν κόρην μανισιήν, τζι έπρεπεν να την δώσει,
τι να έκαμνεν ο δύστυχος, του δράκου να την πέψει…
Τζι έπκιασεν την στράταν η κόρη, μα, έτσι σαν επήεννεν,
εβρεθήκαν μπροστά της, ένας άππαρος, τζι ένας καβαλλάρης…
Ήταν ο Αη-Γιώρκης, πας στον άππαρον, που εβούρησεν να την βοηθήσει,
τζι είπεν της να πάει μαζίν του, τζι έκατσεν την πίσω του…
Τζι έπκιαν το σιέριν της, τζι ετράβησεν την, να κάτσει πας στον άππαρον,
ερώτησεν την που επήεννεν μόνη της, τζιειμέσα που ήταν ο δράκος…
Τζι άννοιξεν τζι ελάλεν του, ίνταν που ετραβούσαν ούλλοι τους,
που ο δράκος έκοψεν τους το νερόν, τζιαι το φαΐν τζιαι το νερόν ελείψαν τους…
Έσιει που τότες ούλλοι μας, πόσον να κλαίμεν ούλλημερα,
που την πείναν τζιαι την δίψαν την πολλήν, τρώσιν ένας τον άλλον…
Εστέλλαν του πο’ ναν παιδίν, ούλλοι τους για να φάει,
τζιαι τώρα ήρτεν η ώρα μου, να γινώ το φαΐν του δράκου…
Άμμα τους είδεν ο δράκοντας, τους τρεις τους τζι ήρταν κοντά του,
εγέλασεν, που την χαράν του, αννοίξαν τα μμάδκια του τζι αστράψαν…
Εν να μπουκκώσω αύριον με τον άθθρωπον, εν να δειπνείσω με την κορούαν,
τζι αφήννω για δείπνον την νύχταν, τον άππαρον με την σέλλαν…
Έτσι ελοάρκαζεν ο δράκοντας, έκαμεν παναΰριν με τον νουν του,
μα ο Άη-Γιώρκης εν τον άφησεν, να τον πκιάσει τζιαι να τον φάει…
Έπκιασεν το κοντάριν σφιχτά στο σιέριν του, τζι έσυρεν το πάνω του,
τζιαι μες στην καρκιάν του βαθκιά, ήβρεν τον, τζιαι έμπηξεν του το…
Τζι έπκιασεν σσιοινίν, τζι έδεισεν τον σφιχτά, τζι έδωκεν της το, τζι είπεν της,
να τον τραβήσει μαζίν της, τζιαι να πάει στην πόλην, στον τζιύρην της…
Όσοι εν εβαφτιστήκαν, να τον δουν, να παν να βαφτιστούσιν,
τζι όσοι εν πιστεύκουν στον Θεόν, ούλλοι να πιστευτούσιν…
Άμμα τους είδεν ο βασιλιάς να στρέφουνται, έπκιαν τον χαρά μεγάλη,
ερώτησεν, πκοιος εσκότωσεν τον δράκον, τζι έφκαλεν τον που τούντην έννοιαν…
Να του δώσω ούλλην την περιουσίαν μου, ότι έχω τζιαι δεν έχω,
να του δώσω τζιαι την κόρην μου για νύφην, να γινεί τζιαι τζιείνος γιος μου…
Πολοάται τότες ο Άγιος, τζι είπεν του με ήρεμην φωνήν,
πως, εν χρειάζεται τίποτες, με πλούτη, με ριάλια…
Στ’ όνομαν τ’ Αη-Γιωρκού, να χτίσετε μιαν εκκλησίαν,
τζιαι στου Απρίλλη τες 23, να μακαρίζετε μιαν ζωήν… (δις)