Το 1999, η Ουνέσκο ανακήρυξε την 21η Φεβρουαρίου Διεθνή ημέρα μητρικής γλώσσας θέλοντας να υπογραμμίσει τη σημασία των μητρικών γλωσσών για την προσωπική και συλλογική ανάπτυξη και ευημερία. Αν και η ημέρα επιλέγηκε σε ανάμνηση ενός συγκεκριμένου γεγονότος που αφορούσε μια συγκεκριμένη γλώσσα —σε ανάμνηση όσων σκοτώθηκαν στο Μπαγκλαντές στις 21 Φεβρουαρίου του 1952 στη διάρκεια εκδηλώσεων με τις οποίες διεκδικούσαν την αναγνώριση της μπάγλα ως εθνικής γλώσσας της περιοχής που υπαγόταν τότε στο Πακιστάν—η διατοπική και διαχρονική της αξία υπερβαίνει το συγκεκριμένο γεγονός και χώρο.
Το θέμα που επέλεξε η Ουνέσκο για τους φετινούς εορτασμούς «Γλώσσες χωρίς σύνορα» δίνει έμφαση στις τοπικές εκείνες γλώσσες που υπερβαίνουν τα κρατικά σύνορα και λειτουργούν ως γλώσσες κοινής επικοινωνίας μεταξύ ατόμων που είναι πολίτες διαφορετικών κρατών, μέλη διαφορετικών εθνοτήτων, με διαφορετική φυλετική, θρησκευτική ή κοινωνική ταυτότητα: η κετσουά στη Λατινική Αμερική, η σουαχίλη στη δυτική Αφρική κ.ά. Αν και η ύπαρξη τέτοιων γλωσσών είναι ιδιαίτερα σημαντική επειδή μπορούν να γεφυρώσουν το χάσμα που προκύπτει στην επικοινωνία και στην αλληλοκατανόηση ανάμεσα σε άτομα που προέρχονται από διαφορετικές κουλτούρες και διαφορετικούς ορίζοντες, η υπέρβαση των κρατικών συνόρων μπορεί να γίνει και με έναν άλλο συμβολικό τρόπο.
Η σαννα αποτελεί εξαιρετικό παράδειγμα ως προς αυτό: πρόκειται για μια γλώσσα που ανήκει στον πολιτισμικό χώρο της Κύπρου όπου οι ιστορικές συγκυρίες τη μετέφεραν στα μεσαιωνικά χρόνια μαζί με τα διαδοχικά κύματα μετανάστευσης από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία και τους Αγίους τόπους και διαμορφώθηκε όπως τη γνωρίζουμε σήμερα στη διάρκεια του 13ου και του 14ου αιώνα, όταν και στην υπόλοιπη Ευρώπη αναδύθηκαν και σταδιακά επιβλήθηκαν οι λαϊκές εκδοχές των ευρωπαϊκών γλωσσών που γνωρίζουμε σήμερα. Η απουσία γραπτών κειμένων για το είδος της αραβικής που μιλούσαν οι Μαρωνίτες της Κύπρου, δεν μας επιτρέπει να πούμε πολλά πράγματα για τη μορφή που είχε στα μεσαιωνικά χρόνια, αλλά είναι σχεδόν βέβαιο ότι συνέκλινε πολύ περισσότερο από ότι σήμερα με την αραβική που μιλούσαν στη Μεγάλη Συρία και τη Μεσοποταμία από όπου πιθανότατα προέρχεται, όπως το ομολογούν οι γλωσσικές ιδιαιτερότητες που εντοπίζουμε σήμερα σε αυτήν. Η απομάκρυνσή της όμως από τον αραβόφωνο χώρο και η επαφή της με τη μεσαιωνική ελληνική, και αργότερα με την κυπριακή μεσαιωνική, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωσή της ως ξεχωριστής ποικιλίας αραβικής στη διάρκεια των αμέσως επόμενων αιώνων, ούτως ώστε ο Estienne de Lusignan στο Χρονικό του που χρονολογείται στο 1580 να την αναφέρει ως ξεχωριστή και ισότιμη με άλλες γλώσσες της εποχής: «Σήμερα», γράφει, «μιλούν έντεκα διαφορετικά είδη γλωσσών, και πιο συγκεκριμένα Λατινικά, Ιταλικά, μια παραφθαρμένη μορφή ελληνικής, αρμενικά, κοπτικά, ιακωβίτικα, μαρωνιτικά, συριακά, ινδικά, ιβερικά, αλβανικά ή μακεδονικά και αιγυπτιακά».
Η σάννα συνδυάζει, λοιπόν, τη νεωτερικότητα που προέκυψε από τη διαφοροποίησή της λόγω της επαφής της με την ελληνική, με την παράδοση, λόγω των αρχαϊκών στοιχείων που διατήρησε και που τη συνδέουν με σημιτικές γλώσσες που μιλήθηκαν ευρέως πριν από την αραβική στην περιοχή της Μεσοποταμίας, όπως η αραμαϊκή. Από αυτή λοιπόν την άποψη, υπερβαίνει το στενό πλαίσιο του κυπριακού χώρου και μας συνδέει με τον ευρύτερο χώρο των αραβόφωνων Χριστιανικών κοινοτήτων της Ανατολής αλλά και με τον ευρωπαϊκό χώρο όπου μαζί με τη μαλτέζικη αποτελούν τις δύο μοναδικές αραβικές γλώσσες που έχουν διατηρηθεί μέχρι σήμερα. Η διατήρηση της σάννα είναι λοιπόν έργο επωφελές και αναγκαίο όχι μόνο επειδή είναι μητρική γλώσσα της κοινότητας των Μαρωνιτών αλλά και επειδή υπερβαίνει τα κρατικά σύνορα και συνέχει διαφορετικές πολιτισμικές παραδόσεις και κληρονομιά, αποδεικνύοντας έτσι πως μια μικρή γλώσσα μπορεί να έχει μεγάλη αξία.
Μαριλένα Καρυολαίμου
Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Κύπρου




