ΟΙ ΠΗΓΕΣ – Η πρώτη πηγή που αναφέρεται στον Άγιο Μάρωνα είναι μια επιστολή που του έστειλε ο Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος (γύρω στο 405 μ.Χ.), ενώ ήταν εξόριστος στα Κόμανα του Πόντου. Το ντοκουμέντο αυτό αποδεικνύει ότι ο Πατριάρχης γνώριζε καλά τον ιερέα – ερημίτη, ότι είχε αλληλογραφία μαζί του, ότι εκτιμούσε την ευσέβειά του και του ζητούσε να τον θυμάται στις προσευχές του. Μια δεύτερη πηγή, η οποία δίνει περισσότερες πληροφορίες για τον Άγιο Μάρωνα, είναι ο ιστορικός Θεοδώρητος επίσκοπος της Κυρούπολης (423 – 458 μ.Χ.) στο βιβλίο του «Θρησκευτική Ιστορία». Αυτό το βιβλίο είναι αφιερωμένο στους ερημίτες και στους μοναχούς.
Στην κοιλάδα του Ορόντη (Συρία), κοντά στην πόλη Απαμέα, χτίστηκε ένα Μεγάλο Μοναστήρι που αγκάλιαζε εκατοντάδες μοναχούς. Οι ιστορικοί Αλ-Μας’ άουντη, Ντουαηχή, Ασσεμάνη, Ντιπ, Πατήρ Λάμμενς και άλλοι μιλούν γι’ αυτό το μοναστήρι. Γράφτηκαν αναρίθμητα άρθρα και μελέτες σε ειδικά λεξικά και εγκυκλοπαίδειες για τον Άγιο Μάρωνα, τους μαθητές του και το περίφημο μοναστήρι του.
Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΑΡΩΝΑ – Η Κυρούπολη βρισκόταν σε μια κοιλάδα της Συρίας και ήταν περιτριγυρισμένη με χαμηλά βουνά. Πυκνά δάση σκέπαζαν ολόκληρη την περιοχή της, η οποία ήταν πλούσια σε υλικά αγαθά για τους κατοίκους της. Φαινόταν σαν μια όαση που αριθμούσε κάπου 800 πόλεις και χωριά.
Σ’ αυτή την πολιτεία στάληκε (το 423 μ.Χ.) ο νεοχειροτονηθείς Επίσκοπος της περιοχής, ιεροκήρυκας και ιστορικός, ο Θεοδώρητος από την Αντιόχεια. Αυτός τέθηκε στην υπηρεσία της Επισκοπής του πάνω σ’ ένα σχέδιο κοινωνικό και θρησκευτικό. Πρώτα – πρώτα έκανε πολλά έργα. Ύστερα επιδόθηκε στα κηρύγματα. Αγρυπνούσε για τις εκκλησίες, σταθεροποιούσε την πίστη των τέκνων του, δίδασκε την ευσέβεια και έδινε το καλό παράδειγμα. Μέσα σ’ αυτό το πνεύμα έγραψε το βιβλίο «θρησκευτική Ιστορία», μέσα στο οποίο δίνει πολλές λεπτομέρειες για τα έργα των ασκητών, τις αυτοθυσίες, τον τρόπο με τον οποίο ο Θεός έδειχνε τη γενναιοδωρία Του και έκανε θαύματα. Αναφέρει εκείνους που ήταν στην επισκοπική ενορία του και που έγιναν ένδοξοι και που η ακτινοβολία τους κατέστη ευεργετική.
Επικεφαλής όλων αυτών των μοναχών και ασκητών ήταν ο θεϊκός Μάρωνας, όπως τον αποκαλεί. Ό,τι γράφει για τον Άγιο Μάρωνα είναι η μοναδική πηγή από την οποία αντλούμε για τη βιογραφία του Αγίου. Είναι πηγή αξιόπιστη ενός ιστορικού με διαύγεια πνεύματος, ενός σύγχρονου μάρτυρα. Ο Θεοδώρητος δεν γνώρισε προσωπικά τον Άγιο Μάρωνα, αλλά γνώρισε το μεγάλο μαθητή του Ιάκωβο. Από την ευσέβεια και την αγιότητα του Ιακώβου σχημάτισε γνώμη για το Δάσκαλό του, το Μάρωνα.
Δεν ξέρουμε σε ποιο μέρος της περιοχής της Κυρούπολης ο Άγιος Μάρωνας πέρασε τη ζωή του ασκητή και ποιο λόφο διάλεξε για να απομονωθεί από τους ανθρώπους. Ο Θεοδώρητος δεν το θεώρησε αναγκαίο αυτό να το αναφέρει, αλλά έδωσε έμφαση στην ευσέβεια, στον πόθο για αυτοθυσία, αρετές με τις οποίες καλλιεργούσε τους πιστούς. Ο Άγιος Μάρωνας ήταν το στολίδι των αγίων αυτής της κατηγορίας που ονειρεύονταν τον Κύριο «κάτω από το θόλο του ουρανού» χωρίς καμιά στέγη.
Πολλοί λέγουν, όπως και ο Πατήρ Λάμμενς, ότι ο Άγιος Μάρωνας έζησε και πέθανε στην περιοχή της Κυρούπολης. Επομένως το ερημητήριό του βρισκόταν σ’ ένα από τους λόφους εκείνης της περιοχής. Ο Αρχιεπίσκοπος Ντιπ πιστεύει ότι το ερημητήριο του Αγίου Μάρωνα ήταν πάνω σε ένα βουνό «μέσα στην περιοχή της Απαμέας της Συρίας». Ο Θεοδώρητος συνοψίζει την επίδραση του Αγίου Μάρωνα, λέγοντας: «Φύτεψε για το Θεό αυτό τον κήπο, που άνθισε σε όλη την περιοχή της Κυρούπολης».
Αφιέρωσε ένα ειδωλολατρικό ναό και τον χρησιμοποιούσε για τη λατρεία του Μοναδικού Θεού. Περνούσε τις μέρες και τις νύχτες του άγρυπνος και προσευχόμενος «κάτω από τον ουράνιο θόλο». Αν ο καιρός χειροτέρευε, αν έκανε περισσότερο κρύο και αν έπεφτε χιόνι, κατάφευγε, λοιπόν, όχι στα ερείπια του ναού, όπου τελούσε τη θεία Λειτουργία, αλλά μέσα σε μια μικρή σκηνή από δέρμα κατσίκας (υπήρχαν πολλές κατσίκες σ’ εκείνη την περιοχή). Σπάνια όμως κατάφευγε στη σκηνή. Όταν γαλήνευε ο καιρός, επέστρεφε στο φτωχικό ερημητήριό του.
Ο ασκητής Μάρωνας νήστευε συχνά. Έκανε μακρές προσευχές. Αφιέρωνε τις νύχτες στη σκέψη του Θεού. Έμενε πολλές ώρες γονατιστός για λατρεία. Απάγγελλε προσευχές σε τακτές ώρες. Μελετούσε τις θεϊκές αρετές. Κλεινόταν σε στενό τόπο. Φρόντιζε τη γη για να κουράζει το σώμα του και να απομακρύνει τις κακές επιθυμίες. Φορούσε σκληρά τρίχινα ρούχα. Δεν καθόταν, ούτε κοιμόταν επί ολόκληρες νύχτες. Κατηχούσε τους επισκέπτες, τους συμβούλευε, παρηγορούσε τους λυπημένους και δυστυχισμένους. Δεν ήταν ικανοποιημένος με τις συνηθισμένες ασκήσεις ευλάβειας, αλλά πρόσθετε σ’ αυτές ό,τι εφεύρισκε ο ίδιος, για να ασφαλίσει τον πλούτο της σοφίας. Διότι ο στρατιώτης κανονίζει τη δουλειά του ανάλογα με τη χάρη που λαβαίνει.
Ο Θεός του χάρισε το δώρο να κάνει άφθονα θαύματα, τόσο που η φήμη του απλώθηκε στις γύρω περιοχές. Έλκυε ανθρώπους από κοντά. Όσοι έρχονταν σ’ αυτόν για θεραπεία, πραγματοποιούνταν πάντοτε οι ελπίδες τους λόγω της δροσιάς της ευλογίας του. Ο πυρετός χαμήλωνε, τα νεύρα ησύχαζαν, οι διάβολοι διώχνονταν και οι διάφορες αρρώστιες θεραπεύονταν όλες από το ίδιο φάρμακο. Οι γιατροί δίνουν για κάθε αρρώστια ένα ειδικό φάρμακο, ενώ η προσευχή των αγίων είναι το μοναδικό φάρμακο που γιατρεύει όλες τις αρρώστιες.
Ο Άγιος Μάρωνας ήταν συνηθισμένος να γιατρεύει όχι μόνο τις αρρώστιες του σώματος, αλλά κι εκείνες της ψυχής. Θεράπευε την τσιγκουνιά του άπληστου, το θυμό του ευερέθιστου. Δίδασκε σε μερικούς τη σοφία της εγκράτειας, σε άλλους τις αρχές της δικαιοσύνης, σε άλλους την ευτυχία της αγνότητας, σε άλλους την αγάπη για την εργασία.
Ο Μάρωνας απέφυγε τους ανθρώπους και οι άνθρωποι τον ακολούθησαν. Απέφυγε τη δόξα στην κορυφή ενός απομονωμένου βουνού, αλλά οι πράξεις του τον έκαμαν ένδοξο και το άρωμα της αγιότητάς του έφθασε ως την Αντιόχεια και απ’ εκεί στα πέρατα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Ο Πατριάρχης Ιωάννης Χρυσόστομος, όταν ήταν εξόριστος στον Καύκασο, του έγραφε:
«ΣΤΟ ΜΑΡΩΝΑ, ΙΕΡΕΑ ΚΑΙ ΕΡΗΜΙΤΗ,
Οι σχέσεις φιλίας και αγάπης που μας συνδέουν,
σας αντιπροσωπεύουν σαν να είστε πάντοτε
μπροστά στα μάτια μας, διότι τα μάτια της αγάπης
διαπερνούν την απόσταση και η διάρκεια του χρόνου
δεν τις εξασθενεί. Θα θέλαμε να σας γράφουμε
συχνά αν η απόσταση δεν ήταν τόσο μεγάλη
και αν αυτοί που έρχονται απ’ εδώ στην περιοχή σας
ήταν πιο πολλοί.
Τώρα σας στέλλουμε τις καλύτερες ευχές μας.
Να είστε σίγουρος ότι δεν σας ξεχνούμε οπουδήποτε
κι αν είμαστε, εξ αιτίας της μεγάλης εκτίμησης
που σας έχουμε. Μην αδιαφορείτε να μας δίνετε
τα καλά σας νέα, διότι αυτά τα νέα μάς δίνουν
μεγάλη παρηγοριά και χαρά στην εξορία μας.
Όταν ακούουμε ότι είστε σε καλή υγεία,
η ψυχή μας χαίρεται. Το μόνο που σας ζητούμε είναι
να προσεύχεστε για μας».
Όπως συμπεραίνουν ο Ιησουίτης πατήρ Ροζουίδος και ο Αρχιεπίσκοπος Πέτρος Ντιπ, ο Άγιος Μάρωνας πέθανε το 410 μ.Χ. Πέθανε περιτριγυρισμένος από ένα μεγάλο αριθμό μαθητών, οι οποίοι κατάκλυζαν τα βουνά και τις κοιλάδες της περιοχής της Κυρούπολης.
Ο Άγιος Ζαμπίνα ήταν ο μαθητής ο πιο συμπαθητικός στο Δάσκαλο, ο πιο κοντινός στην ιδεολογία της πνευματικότητας του. Ήταν πιο ηλικιωμένος από τον άγιο Μάρωνα. Ο άγιος Μάρωνας τον σεβόταν, επαινούσε τις αρετές του, μιμόταν μερικές από τις ασκητικές ασκήσεις του. Τον αποκαλούσε πατέρα και δάσκαλο. Του έστελλε τους επισκέπτες για να τους ευλογεί. Ο Ζαμπίνα πέθανε πριν από τον Άγιο Μάρωνα. Και ο δεύτερος ζήτησε να ταφεί στον τάφο του Ζαμπίνα, για να δώσει στους μαθητές του ένα μάθημα ταπεινοσύνης και αυταπάρνησης.
Μόλις ξεψύχησε ο Άγιος Μάρωνας τα πλήθη από πολλά χωριά έτρεχαν στη σωρό του. Και οι μεν και οι δε ήθελαν να πάρουν το νεκρό σώμα του και να το θάψουν στο χωριό τους. Φιλονίκησαν μεταξύ τους. Τελικά κατόρθωσαν και πήραν το σώμα του οι κάτοικοι ενός χωριού, νότια της Κυρούπολης, και το έθαψαν στο χωριό τους. Πάνω στον τάφο του έχτισαν μια μεγαλοπρεπή εκκλησία, που έφερε το όνομά του.
Η παράδοση λέγει ότι το κρανίο του Αγίου Μάρωνα μεταφέρθηκε απ’ αυτή την εκκλησία πρώτα στη Μεγάλη Μονή «Μπαήτ Μαρούν» στις όχθες του Ορόντη και ύστερα στη Μονή του αγίου Μάρωνα που βρισκόταν στην πόλη Μπατρούν του Λιβάνου, και η Μονή εκείνη ονομάστηκε Κεφαλή του Μάρωνα. Το 1194 ο Αρχιεπίσκοπος του Φολίγνιο της Ιταλίας, αφού έχτισε εκκλησία στο όνομα του Αγίου Μάρωνα, μετέφερε το κρανίο του εκεί και το τοποθέτησε μέσα στην επισκοπική εκκλησία. Οι πιστοί το έβαλαν μέσα σε μια ασημένια θήκη.
ΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΟΥ – Καθώς διηγείται την ιστορία του Αγίου Μάρωνα, ο Θεοδώρητος αναφέρεται, εν εκτάσει, στους πολυπληθείς μαθητές του, που ήταν απλωμένοι σ’ ολόκληρη την επαρχία της Κυρούπολης. Ο ονομαστότερος απ’ όλους – μετά τον Ζαμπίνα – ήταν ο Ιάκωβος, τον οποίο ο Θεοδώρητος γνώριζε προσωπικά. Γι’ αυτό τον αποκαλεί «μεγάλο» και τον παρομοιάζει μ’ ένα όμορφο λουλούδι του κήπου.
Η ΜΟΝΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΑΡΩΝΑ – Οι Μαρωνίτες έχτισαν πολλά μοναστήρια που έφεραν το όνομά του. Κοντά στην Απαμέα, στις όχθες του ποταμού Ορόντη, έχτισαν το Μεγάλο Μοναστήρι, το οποίο ο ιστορικός Αλ-Μας’ άουντη περιγράφει λεπτομερώς. Αυτό φαίνεται πως ήταν το μεγαλύτερο είτε από το μέγεθος του οικήματος, είτε από τον αριθμό των μοναχών του. Ήταν το πιο πλούσιο. Ο Ηγούμενος του υπόγραφε πρώτος τις επιστολές και μετά υπόγραφαν οι ηγούμενοι άλλων μοναστηριών. Λέγεται, επίσης, ότι αυτό το μοναστήρι είχε δικαίωμα επίβλεψης πάνω σε όλα τα μοναστήρια της περιοχής.
Το Μεγάλο Μοναστήρι χτίστηκε τον 5ο αιώνα. Ο αυτοκράτορας Μαρκιανός (452) φρόντισε για το μεγάλωμά του. Το 517 το έκαψαν οι Ιακωβίτες και σκότωσαν 350 μοναχούς. Αυτό το μεγάλο κτίριο περιτριγυρίζετο από 300 και πλέον ερημητήρια, όπου έμεναν οι μοναχοί. Κατείχε χρυσά και αργυρά αντικείμενα και πολύτιμες πέτρες.
Ο Πατριάρχης και οι Επίσκοποι εκλέγονταν μεταξύ των μοναχών αυτού του μοναστηριού. Το Μεγάλο Μοναστήρι καταστράφηκε από τους Βεδουίνους στο πρώτο ήμισυ του 10ου αιώνα. Το ίδιο έπαθαν και πολλές πλούσιες πόλεις της Συρίας. Το Μεγάλο Μοναστήρι ήταν το λίκνο της Μαρωνιτικής Κοινότητας.
Η ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΑΡΩΝΑ
Ο Άγιος Μάρωνας αποφάσισε να απομακρυνθεί από τους ανθρώπους και οι άνθρωποι τον ακολούθησαν. Διάλεξε μια αγνώριστη και ταπεινή ζωή και όμως οι άνθρωποι πολέμησαν για να πάρουν το σώμα του. Προτίμησε την αγνότητα και γι’ αυτό δεν έκανε δική του οικογένεια. Και όμως απέκτησε μερικές δεκάδες εκατομμύρια πνευματικά τέκνα, που είναι απλωμένα σ’ όλες τις γωνιές της γης. Βρίσκουμε τους ερημίτες και κοινοβιάτες στις όχθες του Ορόντη. Βρίσκουμε τους μοναχούς και την κοινότητα (κατά τον 7ον αιώνα) να θυσιάζονται για την ορθή πίστη. Τους ξαναβρίσκουμε στην Έδεσσα εγγράμματους, ποιητές και ιστορικούς να εξασκούν πάνω σε όλους την επίδρασή τους. Βρίσκουμε πλήθος Μαρωνιτών σε διάφορα μέρη της Συρίας. Κατά τον 6ο αιώνα μ.Χ. τους ξαναβρίσκουμε στο Λίβανο κρυμμένους σε σπηλιές από το φόβο των Ιακωβιτών. Κάνουν αποικίες τα υψώματα των βουνών, τα καλλιεργούν, ιδρύουν εκεί χωριά, χτίζουν μοναστήρια και εκκλησίες. Προσπαθούν να υψώσουν το επίπεδο της ευσέβειας και της πνευματικής ζωής των ιθαγενών με τα κηρύγματα και το καλό παράδειγμα. Αραμαίοι και Έλληνες και οι Μαρδαΐτες κατά τον 7ο αιώνα ενώθηκαν μαζί τους. Έτσι αύξησαν τη δύναμή τους, δυνάμωσαν την ελευθερία και την αυτονομία τους στα απόρθητα βουνά τους.
Από γενιά σε γενιά ο αριθμός τους μεγάλωσε. Πολύ γρήγορα έχτισαν εκκλησίες και μοναστήρια. Έκαναν δικούς τους ιερείς, επισκόπους, Αρχιεπισκόπους, Ηγουμένους και Πατριάρχη. Δημιούργησαν ένα ξεχωριστό Έθνος σε ένα μοναδικό ρυθμό και σε μια μοναδική Γλώσσα.
Η Μαρωνιτική Κοινότητα είναι θυγατέρα του Λιβάνου. Και ο Λίβανος δημιουργήθηκε από τους Μαρωνίτες.
Οι Μαρωνίτες αφού πληθύνθηκαν, απλώθηκαν σιγά – σιγά σε διάφορες χώρες του κόσμου. Ο Άγιος Μάρωνας από ψηλά τους παρακολουθεί και τους ευλογεί.