Του Κουμέττου Κατσιολούδη ( Δασκάλου )
Αφιερωμένο στον πρώτο μου ξάδελφο Ρογήρο Κουμέττου. Aπό τις 15/8/74 είναι αγνοούμενος. Χάθηκαν τα ίχνη του στον Καραβά τής επαρχίας Κερύνειας. Γεννήθηκε 1/3/55.
Ήρθ’ η άνοιξη -πριν χρόνια- και σε έφερε,
μα κρυμμένο μυστικό της δεν ανέφερε.
Γύρω γέλαγαν ζουμπούλια και ανθίζανε,
χελιδόνια στη χαρά τους φτερουγίζανε.
Ήτανε του Μάρτη πρώτη που γεννήθηκες,
στις αγκάλες έρμης μάνας αναδύθηκες.
Σε φωνάξανε Ρογήρο και σε βάφτισαν,
μα σαν έμαθαν τη μοίρα όλοι σάστισαν.
Σ’ είχε, τότε, επιλέξει γι’ αγνοούμενο,
να ‘σαι ερώτημα -για χρόνια- αιωρούμενο.
Να σε ψάχν’ η φαμελιά σου ασταμάτητα,
τα καλέσματά τους, όμως, αναπάντητα.
Στην Κερύνεια σου τα ίχνη εθεάθηκαν,
τελευταία φορά ήταν… μετά χάθηκαν.
Σαν το ‘μάθαν στο χωριό σου κοντοστάθηκαν,
τα χαμόγελα των δικών σου εμαράθηκαν.
Από τότε οι γονείς σου, δε γελάσανε,
τ’ οξυγόνο της ζωής τους το εχάσανε.
Μία λέξη -τ’ όνομά σου- ανασαίνανε,
σαν στη μνήμη τη μορφή σου όλο φέρνανε.
Δάκρυ και φωτογραφία έσμιγαν στο χέρι,
μέχρι που απέθανε, χωρίς για σε χαμπέρι.
Έφυγ’ η μανούλα σου με τον καημό της,
πού να ήταν άραγε το σπλάχνο το δικό της;
Έφυγε κι ο πατέρας σου με την πατερημί του,
ήταν πρωί ο γιόκας του και βράδυ προσευχή του.
Έψαχνε τον λεβέντη του και είχε τ’ όνομά του
πάντοτε προσκέφαλο και μες στα όνειρά του.
Όσοι τώρ’ απέμειναν, ποτέ δε σε ξεχνάνε,
πάντα θα σε καρτερούν, για σένα θα ρωτάνε.
Περήφανοι που έχουνε το αίμα το δικό σου,
την Άγια Ώρα προσδοκούν να δουν το πρόσωπό σου.
Ήρθ΄η άνοιξη και πάλι, μα δε σ’ έχει φέρει,
μου ‘πε, όμως, άκου κάτι, που σ’ ενδιαφέρει:
“Toν λεβέντη που σας πήραν, μην τον κλαίγετε,
είν’ το σώμα του λαμπάδα, μα δεν καίγεται!”
Ποίηση: Κουμέττος Κατσιολούδης
(1-3-2011, Λευκωσία)