Του Σιάρπελ Ι. Φραγκίσκου
Μιάλη να’ νει η χάρη Του, Του Πλάστη τζιαι Θεού μου,
που σ’ έξι μέρες έπκιασεν, τζι’ ούλλον τον κόσμον έπλασεν,
τούτον λαλώ του νου μου…
Έχουμεν ούλλα τα καλά, τζιαι νουν για να μπορούμεν,
με μέτρον να σκεφτούμαστιν, τζιαι σ’ ότι χρειαζούμαστιν,
την λύσην για να βρούμεν…
Αμμα’ στειλεν μας τζιαι κακά, μαράζια τζιαι αρρώσκειες,
δοκιμασίες της ζωής, ταλαιπωρίες, τζι’ ότι πεις,
εν κρίματα που’ χρώστες…;
Πάεις ρουτίναν στον γιατρόν, να κάμεις αναλύσεις,
βρίσκει σου σσιήλια πράματα, τζιαι πκιάννουν σε τα κλάματα,
εν μπόρεις να μιλήσεις…
Πα’ στα καλά καθούμενα, σαν τίποτες εν έσιεις,
φκάλλουν σου μιαν διάγνωσην, αρρώσκειαν έσιεις κάμποσην,
τζι αρκεύκεις πκιον να τρέσιεις…
Λαλούν σου το ξεκάθαρα, με τούτον με ποτζιείνον,
είδα το στον αξονικόν, κόμα τζιαι στον μαγνητικόν,
πάσκεις απού καρκίνον…!!!
Κόβκεται η ανάσα σου, χάννεται η μιλιά σου,
μουδκιάζουν ούλλα μες τον νουν, τζι‘ ότι λοής τζι αν σου το πουν,
χάννεις τον ππούσουλαν σου…!
Παλιά, απού το στόμαν τους, εν μπόρηαν να πούσιν,
την λέξην τούντην έρημην, αρρώσκειαν τζιείν’ την γέριμην,
άκουες να λαλούσιν…
Γυρεύκεις κάπου να πκιαστείς, παρηορκάν να φέρεις,
προσεύκεσαι εις τον Θεόν, που εν η μόνη λύση πκιον,
που μέσα σου, το ξέρεις…
Γιατί, πκοιος τα κατάφερεν, τζι έδερεν τον καρκίνον,
που’ σιεν το μαυρογέριμον, το σκοτεινόν, το άτιμον,
τζι εγλυτωσεν που τζιείνον..;
Κρούζει σε, ξευτελίζει σε, τρώει τζιαι βασαννιεί σε,
κορμίν, πετσίν τζιαι κόκκαλον, φήννει σε, κακομάζαλον,
σκουλούτζιην, καταλυεί σε…
Θωρείς αθθρώπους που’ ταν πριν, σαν τα βουνά, θηρία,
τζι όπου τους ντζιήζεις να πονούν, μα, καταλάβουσιν στον νουν,
εν μιάλη τιμωρία…
Αθθρώποι που δουλεύκασιν, δίχως στιγμήν να πνάζουν,
να λυώννουν όπως το τζιερίν, τζι όπως την βέρκαν την ξερήν,
να γέρνουν τζιαι να σπάζουν…
Τζι έρκεσαι να παρακαλάς, εις τον Θεόν τζιειπάνου,
παρά να υποφέρουσιν, τέθκοιαν ζωήν εν θέλουσιν,
εν κάλλιον να πεθάνουν…!
Εν λύτρωση ο θάνατος, παρά να βασαννιέσαι,
να σκέφτεσαι πως εν να πας, σε πλάσματα που αγαπάς,
τζιαι να παρηορκέσαι…!
Μαυρη αρρώσκεια, γέριμη, όπου βλαστάς τζιαι ντζιήζεις,
τρώεις το πλάσμαν καθ’ αυτόν, είσαι κατάρα, τζιαι γι αυτόν,
απλώννεις τζιαι θερίζεις…!
Επήρες τόσους άδικα, τζι ακόμα εν να πάρεις,
χτυπάς χωρίς διάκρισην, τζιαι με μεάλον με μιτσήν,
την ζήσην του ττουμπάρεις…
Δόξαν να έσιεις Πλάστη μου, Θεέ τζιαι Κύριε μου,
σε ούλλους την παρηορκάν, τζιαι την γαλήνην στην καρκιάν,
στείλε, να’ χουν πιλέ μου…!
Στη μνήμη των προσφάτως αδικοχαμένων αγαπημένων μας, από την επάρατη νόσο, Λετίτσια Μ. Φραγκίσκου και Ιωάννη Τσουτζούκη (Ξενή), και σε όλους οι οποίοι εγκατέλειψαν αυτή τη ζωή, μετά από άνιση μάχη με αυτήν…
Σιάρπελ Ι. Φραγκίσκου