Τα έσοδα από τον τουρισμό για το 2017 αναμένονται να ανέλθουν στα €2,6 δις, το οποίο αποτελεί το 14% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ), ανέφερε ο Πρόεδρος του Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού σε πρόσφατη ομιλία του. Η αναφορά αυτή, αν και ορθή σε απόλυτους αριθμούς, δεν σημαίνει αυτό που αφήνεται να νοηθεί, ότι δηλαδή το τομέας του τουρισμού παράγει το 14% του ΑΕΠ. Διότι με το ίδιο σκεπτικό, ο τομέας των κατασκευών μπορεί να παράγει το 15% του ΑΕΠ και ο τομέας διαχείρισης ακίνητης ιδιοκτησίας (πωλήσεις ακινήτων, ενοίκια, κλπ), μπορεί να αποτελεί το 20% του ΑΕΠ. Αν προσθέσουμε τον τζίρο όλων των τομέων της οικονομίας, τότε θα ξεπεράσουμε το 200% του ΑΕΠ.
Τα €2.6 δις έσοδα που παράγει ο τουρισμός δεν είναι τα καθαρά εισοδήματα για τους εμπλεκόμενους στον τουριστικό τομέα. Τα καθαρά έσοδα για τον τομέα, δηλαδή αυτό που ορίζουμε ως προστιθέμενη αξία στην οικονομία, είναι χαμηλότερα και σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία η καθαρή συνεισφορά του τομέα του τουρισμού ήταν €1,1 δις για το 2015, δηλαδή γύρω στο 50% των ακάθαρτων εισοδημάτων του τομέα του 2015. Η προστιθέμενη αξία στον τουριστικό κλάδο μπορεί να θεωρηθούν τα εισοδήματα των εργαζομένων και τα κέρδη των επιχειρήσεων που ασχολούνται στον τομέα αυτό. Για το 2016 και 2017 βεβαίως, η αύξηση στα ακάθαρτα έσοδα από τον τουρισμό καθώς επίσης και η αξία που προσθέτει στην οικονομία κατέγραψαν αύξηση μεγαλύτερη από το ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας, σε καμία περίπτωση όμως, δεν έχει φτάσει 14% του ΑΕΠ. Για την ακρίβεια αν στον τομέα του τουρισμού η προστιθέμενη αξία είναι της τάξης του 50% των ακάθαρτων εσόδων, τότε με βάση τα αναμενόμενα έσοδα φέτος €2.6 δις, η προστιθέμενη αξία στην οικονομία θα ανέλθει στο €1.3 δις ή 6.8% του ΑΕΠ.
Παραδόξως, πριν 10 χρόνια, το 2005, η προστιθέμενη αξία του τουριστικού τομέα στην οικονομία ήταν ψηλότερη στο 7.7% του ΑΕΠ και απορροφούσε το 8.2% του εργατικού δυναμικού τότε. Δεν υπάρχουν στοιχεία για 2017, αλλά τα τελευταία στοιχεία είναι του 2015 και καταγράφουν το 10.2% του εργατικού δυναμικού να εργάζεται στον τουριστικό τομέα. Από τα πιο πάνω στοιχεία προκύπτει ότι ο τουρισμός είναι αιμοδότης της οικονομίας αλλά η εξάρτηση της οικονομίας από τον τουρισμό μειώνεται στην πορεία του χρόνου (από 7.7% το 2005 στο 6.8% το 2017) και αυτό είναι θετική εξέλιξη. Είναι καλύτερα για μια οικονομία να έχει ισορροπημένη ανάπτυξη και να εξαρτάται από διάφορους τομείς και όχι από ένα ή δύο τομείς. Διότι φαντάζεστε τι θα γίνει αν ο τομέας του τουρισμού επηρεαστεί αρνητικά από εξωγενείς ή ενδογενείς παράγοντες.
Αν μελετήσει κανείς τη συνεισφορά του κάθε τομέα στο ΑΕΠ διαχρονικά, με όρους προστιθέμενης αξίας, θα διαπιστώσει σημαντικές αλλαγές. Για παράδειγμα, η συνεισφορά του τομέα διαχείρισης ακίνητης ιδιοκτησίας (πωλήσεις, ενοίκια, κλπ) το 2005 ήταν 17.3% του ΑΕΠ, ενώ το 2015 υποχώρησε στο 10.2%. Αντίστροφα, ο τομέας των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών (τράπεζες, ασφάλειες κλπ), συνείσφερε 7.2% του ΑΕΠ το 2005 ενώ το 2015 η συνεισφορά του τομέα αυξήθηκε στο 12.2%. Το χονδρικό και λιανικό εμπόριο, όπως ήταν φυσικό, αυξήθηκε από 10.9% το 2005 στο 12.3% το 2015. Γενικά η οικονομία της Κύπρου βασίζεται όλο και περισσότερο στις υπηρεσίες παρά στη βιομηχανία και γεωργία. Αυτό είναι φυσιολογικό και αυτό επιβάλλεται από τις δυνάμεις της αγοράς, αφού η Κύπρος είναι μέρος της ευρύτερης Ευρωπαϊκης οικονομίας και μπορεί να αξιοποιεί το εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών, και να επικεντρώνεται εκεί όπου διαθέτει συγκριτικά πλεονεκτήματα. Όμως, μια ισορροπημένη ανάπτυξη στους διάφορους τομείς της οικονομίας και η μείωση της εξάρτησης της από συγκεκριμένους τομείς, είναι επίσης επιθυμητή. Η χρυσή τομή είναι κάπου στη μέση.
Μάριος Μαυρίδης, Καθηγητής Οικονομικών Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο, βουλευτής Κερύνειας ΔΗΣΥ, m.mavrides@euc.ac.cy