Ο διάλογος μεταξύ του Κώστα, που έψαχνε για δουλειά, και ενός εργοδότη ήταν σύντομος. Ο Κώστας αναζητούσε εργασία και στη συνάντηση με τον εργοδότη, ρώτησε «πόσα δίνεις;», και ο εργοδότης απάντησε με ερώτηση, «τι ξέρεις;». Ο διάλογος τερματίστηκε σύντομα, διότι ο μισθός δεν ικανοποιούσε τις προσδοκίες του Κώστα αλλά και ο εργοδότης δεν μπορούσε να πληρώσει περισσότερα, ιδιαίτερα επειδή δεν γνώριζε πόσο θα μπορούσε να παράγει ο Κώστας.
Έχουν και οι δύο δίκιο. Ο Κώστας αναζητεί εργασία με ένα μισθό που να του επιτρέπει να ζει με αξιοπρέπεια, και ο εργοδότης θέλει να εργοδοτήσει κάποιον που να του παράγει τουλάχιστον όσα τον πληρώνει. Αυτό είναι πολύ σημαντικό σε μια ελεύθερη οικονομία όπου η αμοιβή θα πρέπει να συνδέεται με την απόδοση. Αυτό συνάδει και με την ανθρώπινη φύση. Ο κάθε άνθρωπος θέλει να αμείβεται σύμφωνα με την απόδοση του, όχι λιγότερα και όχι περισσότερα. Όταν κάποιος αμείβεται λιγότερο από την αξία της παραγωγής του, αυτό είναι κοινωνικά άδικο και όταν αμείβεται περισσότερο από την αξία της παραγωγής του, επιβαρύνει την υπόλοιπη κοινωνία, όπως συμβαίνει σε πολλές περιπτώσεις στο δημόσιο.
Πολλοί υποστηρίζουν ότι δεν πρέπει να υπάρχουν ψηλοί μισθοί και ότι όλοι οι εργαζόμενοι θα πρέπει να αμείβονται περίπου το ίδιο. Αν εφαρμόσουμε μια τέτοια πρακτική, τότε ενδεχομένως να πετύχει το στόχο της αλλά θα είναι καταστροφική, αφού αυτή αφαιρεί τα κίνητρα από τους εργαζόμενους, οι οποίοι δεν θα θέλουν να εργάζονται και να παράγουν περισσότερο. Σε μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις, κάποιοι αξιωματούχοι πληρώνονται με εκατομμύρια ευρώ κάθε χρόνο, απλά επειδή παράγουν περισσότερα εκατομμύρια για τους μετόχους.
Η αγορά εργασία αλλάζει, δεν είναι η ίδια όπως παλιά, όταν η ανεργία κυμαινόταν σε χαμηλά επίπεδα και οι όροι εργασίας ήταν πολύ ικανοποιητικοί. Η εξασφάλιση εργασίας δεν είναι πλέον εύκολη υπόθεση, οι μισθοί είναι χαμηλότεροι και γενικά οι όροι εργασίας είναι πιο σκληροί. Παλαιότερα, οι θέσεις εργασίας ήταν πιο σίγουρες, δηλαδή κάποιος μπορούσε να νιώθει άνετα για τη δουλειά του χωρίς να φοβάται ότι θα την χάσει. Σήμερα, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Η διασφάλιση εργασίας περνά μέσα από τις παραγωγικές δυνατότητες του εργαζομένου. Αν παράγεις δουλεύεις, αν δεν παράγεις δεν δουλεύεις. Αυτό βέβαια αφορά τον ιδιωτικό τομέα, διότι στο δημόσιο τομέα αυτό δεν έχει σημασία. Ο εργαζόμενος στο δημόσιο πληρώνεται είτε παράγει είτε όχι, με τα χρήματα των φορολογούμενων φυσικά.
Επικρατεί η αντίληψη στην Κύπρο, ότι ο μισθός είναι ανάλογος των προσόντων και των πτυχίων που κάποιος κουβαλά στη βαλίτσα του. Δηλαδή, έχεις πτυχίο, έχεις δουλειά, έχεις και ψηλό μισθό. Η νοοτροπία αυτή έχει αναπτυχθεί από τον δημόσιο τομέα, το οποίο πλήρωνε με δανεικά, και επεκτάθηκε στον ιδιωτικό τομέα, όπου και εκεί οι επιχειρήσεις πλήρωναν με δανεικά επίσης. Όλα αυτά συνεχίζουν να ισχύουν στον δημόσιο τομέα, όχι όμως και στον ιδιωτικό τομέα. Αυτό που μετρά στον ιδιωτικό τομέα είναι η παραγωγικότητα, και γενικά η απόδοση του εργαζομένου. Βεβαίως, λόγω του μικρού και οικογενειακού μεγέθους των κυπριακών επιχειρήσεων, ένας εργαζόμενος μπορεί να είναι άριστος και να παράγει τα μέγιστα, αλλά να μην αναγνωρίζεται από τον εργοδότη του. Έχει όμως την ευκαιρία να ψάξει για δουλειά κάπου αλλού, όπου μπορεί να έχει καλύτερη αναγνώριση και προοπτική.
Μάριος Μαυρίδης, Καθηγητής Οικονομικών στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο, βουλευτής Κερύνειας